- μισοάδειος
- -α, -ομισοαδειανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημίκενος — ἡμίκενος, ον (Α) κατά το ήμισυ κενός, μισοάδειος … Dictionary of Greek
μισοαδειανός — ή, ό άδειος κατά το ήμισυ, μισοάδειος … Dictionary of Greek
μισοεύκαιρος — μισοεύκαιρος, ον (Μ) μισοάδειος … Dictionary of Greek